Θυμάμαι τη μαμά μου... τα πρωινά που μας έντυνε για το σχολείο... εκείνο το σφίξιμο του αποχωρισμού που ένιωθα και την ανυπομονησία να έρθει το μεσημέρι. Που θα άνοιγε την πόρτα και θα την έβλεπα στο σπίτι, να συγυρίζει, να μαγειρεύει και να στρώνει το τραπέζι. Να τη βλέπω. Μου έφτανε. Θυμάμαι τη μαμά μου τα καλοκαίρια...στο μπαλκόνι να κεντά και εγώ να ετοιμάζομαι να πάω για παιχνίδι με τις φίλες μου για ώρες ατελείωτες. Θυμάμαι που μας φώναζε από το μπαλκόνι η μαμά για να επιστρέψουμε στο σπίτι. Πού να το ξέραμε τότε τι σήμαινε η κινητή τηλεφωνία; Θυμάμαι τις εκδρομές μας τα Σάββατα για μπάνιο στη Χαλκιδική. Χρόνια μετά η ίδια ανακάλυψε τις ομορφιές και της Πιερίας. Θυμάμαι τη γεύση της μερέντας στο ψωμί. Ήταν αλλιώτικη τότε. Και θυμάμαι τον καιρό που εργαζόταν η μαμά τα μικρά αλλά πολύ δυνατά συναισθηματικά σημειώματα που γράφαμε η μία στην άλλη... "Φουφουκίτσα μου σ'αγαπώ πολύ. Δε θα αργήσω. Να με περιμένεις". Τους καλύτερους καφέδες τους έχω
Τα έχουν αναλύσει όλοι όλα για το δυστύχημα στα Τέμπη. Δεν έμεινε κάτι άλλο να πούμε. Καταλαβαίνεις τον πόνο των άλλων, επειδή έχεις χάσει και εσύ ξαφνικά τον άνθρωπό σου; Επειδή είναι άδικο το ξαφνικό φευγιό; Καταλαβαίνεις τον άλλο έτσι κι αλλιώς; Νομίζω ότι πλέον όλοι καταλαβαίνουμε κατά βάθος πάρα πολλά και ακριβώς τα ίδια, είτε θρηνούμε μια απώλεια στο ίδιο μας το σπίτι, είτε όχι. Το κυριότερο από όλα που μας κάνει να πονάμε, είναι που ξέρουμε ότι σωθήκαμε τόσα χρόνια από τύχη. Το μόνο που μπορώ να κάνω αυτές τις μέρες, ώρες και στιγμές είναι να σιγοτραγουδώ λίγους στίχους...σαν φυλαχτό μέσα μου... " Μείνε λίγο ακόμα κλείσαν’ όλοι οι δρόμοι τα μεγάλα ταξίδια πάντα κάνουμε μόνοι"